ὀρεοπόλος

ὀρεοπόλος
ὀρεο-πόλος, ον,
A haunting mountains, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορεοπόλος — ὀρεοπόλος και ὀρεσσιπόλος, ον (Α) αυτός που περιφέρεται ανά τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο / ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [II]) + πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτι πόλος] …   Dictionary of Greek

  • ορεοπολώ — ὀρεοπολῶ και, κατά το λεξ. Σούδα, ὀρειπολῶ, έω (Α) [ορεοπόλος] περιφέρομαι ανά τα όρη, διαμένω στα όρη …   Dictionary of Greek

  • ορεσσιπόλος — ὀρεσσιπόλος, ον (Α) βλ. ορεοπόλος …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”